-
1 ελασις
- εως ἥ1) изгнание(τῶν ἐναγῶν Thuc.)
2) угон(τῶν βοσκημάτων Plut.)
3) езда верхом(ἐκπεπονημένος τῇ ἐλάσει Xen.)
4) поход(Δαρείου ἐπὴ Σκύθας Her.)
5) набег, рейд(ὅ κονιορτὸς τῇς ἐλάσεως Plut.)
6) шествие(βασιλέως Xen.)
1 ελασις
(τῶν ἐναγῶν Thuc.)
(τῶν βοσκημάτων Plut.)
(ἐκπεπονημένος τῇ ἐλάσει Xen.)
(Δαρείου ἐπὴ Σκύθας Her.)
(ὅ κονιορτὸς τῇς ἐλάσεως Plut.)
(βασιλέως Xen.)